- αποθετικός
- -ή, -ό (Α ἀποθετικός, -ή, -όν) [αποτίθημι]1. ο σχετικός με την απόθεση2. «αποθετικό(ν) ρήμα» — ρήμα που έχει ενεργητική διάθεση, παρά το γεγονός ότι μορφολογικά ανήκει στη μεσοπαθητική φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποθετικός — ή, ό αυτός που αφήνει κάτι κατά μέρος· (γραμμ.), «αποθετικά ρήματα» λέγονται αυτά που δεν έχουν τύπους της ενεργητικής φωνής, αλλά μόνο της παθητικής: αισθάνομαι, εργάζομαι, σκέφτομαι κτλ.· τα ονόμασαν έτσι από παλιά, γιατί νόμιζαν πως αυτά είχαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθετικόν — ἀποθετικός completing masc acc sg ἀποθετικός completing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθετική — ἀποθετικός completing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)